σκαρφίον: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_21) |
(37) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαρφίον''': τό, [[τεμάχιον]] ἢ ἀκὶς ἐκ σανίδος ἐν χρήσει ἀντὶ κλήρου, Βυζ. | |lstext='''σκαρφίον''': τό, [[τεμάχιον]] ἢ ἀκὶς ἐκ σανίδος ἐν χρήσει ἀντὶ κλήρου, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Μ<br />[[κομμάτι]] ή [[ακίδα]] από [[σανίδα]] που χρησιμοποιείται [[αντί]] για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, [[εἴτε]] καὶ φαγεῑν [[εἴτε]] καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[ξυλαράκι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] [[s]]<i>kerb</i>[[h]]- «[[κάμπτω]], [[καμπουριάζω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
σκαρφίον: τό, τεμάχιον ἢ ἀκὶς ἐκ σανίδος ἐν χρήσει ἀντὶ κλήρου, Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῑν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα skerbh- «κάμπτω, καμπουριάζω»)].