σκληροφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(6_7)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληροφυής''': -ές, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν φύσιν, [[τραχύς]], Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 7.
|lstext='''σκληροφυής''': -ές, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν φύσιν, [[τραχύς]], Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] σκληρής φύσης, που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[τραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 901] ές, von harter Natur, Xenocrat.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροφυής: -ές, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν φύσιν, τραχύς, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι σκληρής φύσης, που είναι από τη φύση του τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].