σμύξων: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμύξων''': ὁ, = [[μύξων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σμῦξαι· φλέξαι. ἐμπρῆσαι. μαρᾶναι».
|lstext='''σμύξων''': ὁ, = [[μύξων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σμῦξαι· φλέξαι. ἐμπρῆσαι. μαρᾶναι».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μύξων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μύξων]]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμύξων Medium diacritics: σμύξων Low diacritics: σμύξων Capitals: ΣΜΥΞΩΝ
Transliteration A: smýxōn Transliteration B: smyxōn Transliteration C: smykson Beta Code: smu/cwn

English (LSJ)

ὁ,= μύξων, Arist.HA543b15 (

   A v.l. μύξ-). σμυός, v. σμοιός.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, s. μύξων, μύξινος.

Greek (Liddell-Scott)

σμύξων: ὁ, = μύξων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σμῦξαι· φλέξαι. ἐμπρῆσαι. μαρᾶναι».

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο μύξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μύξων].