μύξων
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a kind of grey mullet, Mugil saliens or Mugil auratus, Arist.HA570b2, 543b15 (cf. μύξος, myxon).
German (Pape)
[Seite 218] ωνος, ὁ, = μύξινος, Arist. H. A. 6, 17. S. auch μύξος.
Russian (Dvoretsky)
μύξων: ωνος ὁ предполож. кефаль или угорь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μύξων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, = χελών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 3· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ, αὐτόθι 5. 11, 3 (ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι σμύξων, καὶ ὁ Ἀθήν. 306F μύξος).
Greek Monolingual
μύξων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. το ψάρι μύλλος ο φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ων. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της γλοιώδους υφής του (πρβλ. λατ. mungo)].