σοροεργός: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
(6_15)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοροεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.
|lstext='''σοροεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />[[σοροπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>εργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοροεργός Medium diacritics: σοροεργός Low diacritics: σοροεργός Capitals: ΣΟΡΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: soroergós Transliteration B: soroergos Transliteration C: soroergos Beta Code: soroergo/s

English (LSJ)

όν,

   A coffinmaking, τέχνης κανονίσματα Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 913] Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

σοροεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.

Greek Monolingual

-όν, Α
σοροπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].