σπαργάνωμα: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_21) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπαργάνωμα''': τό, = [[σπάργανον]], Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. [[σπάργωσις]]. | |lstext='''σπαργάνωμα''': τό, = [[σπάργανον]], Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. [[σπάργωσις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[σπαργανῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπαργανώνω]], [[φάσκιωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σπάργανο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,= σπάργανον, AB304, Phot.
German (Pape)
[Seite 917] τό, das Eingewickelte; auch = σπάργανον; B. A. 304.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργάνωμα: τό, = σπάργανον, Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. σπάργωσις.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [[σπαργανῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαργανώνω, φάσκιωμα
αρχ.
το σπάργανο.