στάξις: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(6_9)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάξις''': ἡ, ([[στάζω]]) τὸ στάζειν, «στάξιμον», π.χ. αἵματος ἐκ τῆς [[ῥινός]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, πρβλ. 80Ε· 171Ε, στ. αἵματος ἐκ ῥινῶν ὁ αὐτ. 183 ΙΙ.
|lstext='''στάξις''': ἡ, ([[στάζω]]) τὸ στάζειν, «στάξιμον», π.χ. αἵματος ἐκ τῆς [[ῥινός]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, πρβλ. 80Ε· 171Ε, στ. αἵματος ἐκ ῥινῶν ὁ αὐτ. 183 ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[στάζω]]<br />[[στάξιμο]] («[[στάξις]] ἀπὸ ῥινῶν αἵματος», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάξις Medium diacritics: στάξις Low diacritics: στάξις Capitals: ΣΤΑΞΙΣ
Transliteration A: stáxis Transliteration B: staxis Transliteration C: staksis Beta Code: sta/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, (στάζω)

   A dropping, dripping, e.g. of blood from the nose, in pl., Hp.Coac.57, cf. 588, Prorrh.1.59,148; in sg., σ. ἀπὸ ῥινῶν αἵματος Id.Coac.399.

German (Pape)

[Seite 929] ἡ, das Träufeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στάξις: ἡ, (στάζω) τὸ στάζειν, «στάξιμον», π.χ. αἵματος ἐκ τῆς ῥινός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, πρβλ. 80Ε· 171Ε, στ. αἵματος ἐκ ῥινῶν ὁ αὐτ. 183 ΙΙ.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α στάζω
στάξιμοστάξις ἀπὸ ῥινῶν αἵματος», Ιπποκρ.).