στενόφλεβος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_18)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενόφλεβος''': -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.
|lstext='''στενόφλεβος''': -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ [[σῶμα]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φλεβος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόφλεβος Medium diacritics: στενόφλεβος Low diacritics: στενόφλεβος Capitals: ΣΤΕΝΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: stenóphlebos Transliteration B: stenophlebos Transliteration C: stenoflevos Beta Code: steno/flebos

English (LSJ)

ον,

   A with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.

Greek (Liddell-Scott)

στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό-φλεβος].