στερεόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων στερεὸν δέρμα, σκληρόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 376.
|lstext='''στερεόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων στερεὸν δέρμα, σκληρόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 376.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόδερμος Medium diacritics: στερεόδερμος Low diacritics: στερεόδερμος Capitals: ΣΤΕΡΕΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: stereódermos Transliteration B: stereodermos Transliteration C: stereodermos Beta Code: stereo/dermos

English (LSJ)

ον,

   A with hard skin or coat, Sch.Nic.Th. 376.

German (Pape)

[Seite 936] mit fester Haut, Schol. Nic. Th. 376.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόδερμος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν δέρμα, σκληρόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + δέρμα].