Στερόπης: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />« Éclatant », <i>Cyclope</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]].
|btext=(ὁ) :<br />« Éclatant », <i>Cyclope</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[στεροπή]]<br />(ονομ. ενός από τους [[τρεις]] Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.

Greek Monolingual

ὁ, Α στεροπή
(ονομ. ενός από τους τρεις Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.