στητώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_8)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στητώδης''': -ες, συνηρ. ἀντὶ [[στεατώδης]], Ἱππ. παρὰ Γαλην.
|lstext='''στητώδης''': -ες, συνηρ. ἀντὶ [[στεατώδης]], Ἱππ. παρὰ Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>βλ.</b> [[στεατώδης]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στητώδης Medium diacritics: στητώδης Low diacritics: στητώδης Capitals: ΣΤΗΤΩΔΗΣ
Transliteration A: stētṓdēs Transliteration B: stētōdēs Transliteration C: stitodis Beta Code: sthtw/dhs

English (LSJ)

ες, contr. for στεατώδης, Hp. ap. Gal.19.140.

German (Pape)

[Seite 942] ες, zsgzgn statt στεατώδης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στητώδης: -ες, συνηρ. ἀντὶ στεατώδης, Ἱππ. παρὰ Γαλην.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
βλ. στεατώδης.