στιχοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_15)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῐχοποιός''': ὁ, ὁ ποιῶν στίχους, [[στιχογράφος]], Ἐκκλ.· στιχοποιέω, Γλωσσ.· καὶ στῐχοποιία, ἡ, τὸ ποιεῖν στίχους, στιχογραφία, Πλούτ. 2. 45Β.
|lstext='''στῐχοποιός''': ὁ, ὁ ποιῶν στίχους, [[στιχογράφος]], Ἐκκλ.· στιχοποιέω, Γλωσσ.· καὶ στῐχοποιία, ἡ, τὸ ποιεῖν στίχους, στιχογραφία, Πλούτ. 2. 45Β.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[στιχουργός]]<br /><b>2.</b> (με ειρωνική σημ.) [[στιχοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 944] Verse machend, verächtlicher Ausdruck für Dichter, Verseschmied (?).

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στίχους, στιχογράφος, Ἐκκλ.· στιχοποιέω, Γλωσσ.· καὶ στῐχοποιία, ἡ, τὸ ποιεῖν στίχους, στιχογραφία, Πλούτ. 2. 45Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. στιχουργός
2. (με ειρωνική σημ.) στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -ποιός].