στραβολαίμης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια
2. κοινή ονομασία του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυ-λαίμης].