στρεψίκερως: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(6_23) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρεψίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς [[μετὰ]] συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45. | |lstext='''στρεψίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς [[μετὰ]] συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]) συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιγό</i>-<i>κερως</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>strepsiceros</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African
A antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.
Greek Monolingual
-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ
ονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. αιγό-κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. strepsiceros].