στρουθόπους: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_19)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρουθόπους''': ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου ([[ἐπειδὴ]] ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).
|lstext='''στρουθόπους''': ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου ([[ἐπειδὴ]] ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, [[δηλαδή]] [[κοντά]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει [[μακριά]] σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λεοντό</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθόπους Medium diacritics: στρουθόπους Low diacritics: στρουθόπους Capitals: ΣΤΡΟΥΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: strouthópous Transliteration B: strouthopous Transliteration C: strouthopous Beta Code: strouqo/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A with sparrow's or ostrich's feet (for authorities differ, Sch.Ar.Av.877 explaining it of large, Plin.HN7.24 of small feet).

German (Pape)

[Seite 956] ποδος, mit Sperlings- od. Straußsüßen, Schol. Ar. Av. 876, = μεγαλόπους.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθόπους: ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου (ἐπειδὴ ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια
2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].