συγκάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
(6_21)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκάλυμμα''': τό, = [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Ἑβδ. (Δευτ. ΚΒ΄, 30., ΚΖ΄, 20)· - συγκαλυμμός, ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ ἐγκαλ- ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1496.
|lstext='''συγκάλυμμα''': τό, = [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Ἑβδ. (Δευτ. ΚΒ΄, 30., ΚΖ΄, 20)· - συγκαλυμμός, ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ ἐγκαλ- ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1496.
}}
{{grml
|mltxt=-ύμματος, τὸ, Α [[συγκαλύπτω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκαλύπτω]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάλυμμα Medium diacritics: συγκάλυμμα Low diacritics: συγκάλυμμα Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: synkálymma Transliteration B: synkalymma Transliteration C: sygkalymma Beta Code: sugka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,

   A a covering, LXX De.22.30 (23.1), 27.20:

German (Pape)

[Seite 964] τό, Bedeckung von allen Seiten, Umhüllung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάλυμμα: τό, = κάλυμμα, σκέπασμα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΒ΄, 30., ΚΖ΄, 20)· - συγκαλυμμός, ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ ἐγκαλ- ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1496.

Greek Monolingual

-ύμματος, τὸ, Α συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω.