συγγραμματοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_14) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]]. | |lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.
German (Pape)
[Seite 962] ακος, ὁ, Schriftbewahrer, bei Suid. Erkl. von ῥητροφύλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγραμμᾰτοφύλαξ: ὁ φύλαξ συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. ῥητροφύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].