συκομάμμας: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(6_15)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκομάμμας''': ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, [[εὐήθης]], μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. [[βλιτομάμμας]].
|lstext='''σῡκομάμμας''': ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, [[εὐήθης]], μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. [[βλιτομάμμας]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ευήθης]], [[χαζός]] ή [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάμμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>βλιτο</i>-<i>μάμμας</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκομάμμας Medium diacritics: συκομάμμας Low diacritics: συκομάμμας Capitals: ΣΥΚΟΜΑΜΜΑΣ
Transliteration A: sykomámmas Transliteration B: sykomammas Transliteration C: sykomammas Beta Code: sukoma/mmas

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A poltroon, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. βλιτομάμμας.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομάμμας: ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, εὐήθης, μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. βλιτομάμμας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο-μάμμας)].