σύγκυρσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκυρσις''': ἡ, = [[συγκύρησις]], Συνέσ. 134Β. | |lstext='''σύγκυρσις''': ἡ, = [[συγκύρησις]], Συνέσ. 134Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύρσεως, ἡ, Α<br />(πιθ. τ.) <b>βλ.</b> [[συγκύρησις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,= συγκύρησις, dub. in Phld.Po.Herc.994.24.
German (Pape)
[Seite 971] ἡ, = συγκύρησις, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκυρσις: ἡ, = συγκύρησις, Συνέσ. 134Β.
Greek Monolingual
-ύρσεως, ἡ, Α
(πιθ. τ.) βλ. συγκύρησις.