συναρωγός: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_16) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰρωγός''': -όν, [[συμβοηθός]], συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3. | |lstext='''συνᾰρωγός''': -όν, [[συμβοηθός]], συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α<br />[[συμβοηθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρωγός]] «[[βοηθός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρήγω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A helper, h.Mart.4, AP6.259 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰρωγός: -όν, συμβοηθός, συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3.
Greek Monolingual
-όν, Α
συμβοηθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)].