συγκλονιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].