συγκλονιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].