συγχειρουργός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ό, ΜΑ<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι [[συγχειρουργοί]]<br />συνεργάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρουργός]] «[[εργάτης]], αυτός που εκτελεί χειρωνακτική [[εργασία]]»]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, ΜΑ<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι [[συγχειρουργοί]]<br />συνεργάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρουργός]] «[[εργάτης]], αυτός που εκτελεί χειρωνακτική [[εργασία]]»]. | |mltxt=ό, ΜΑ<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι [[συγχειρουργοί]]<br />συνεργάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρουργός]] «[[εργάτης]], αυτός που εκτελεί χειρωνακτική [[εργασία]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
στον πληθ. οι συγχειρουργοί
συνεργάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χειρουργός «εργάτης, αυτός που εκτελεί χειρωνακτική εργασία»].
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
στον πληθ. οι συγχειρουργοί
συνεργάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χειρουργός «εργάτης, αυτός που εκτελεί χειρωνακτική εργασία»].