σύθεμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σύνθεση]] («το [[σύθεμα]] του τραγουδιού», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. [[αντί]] [[σύνθεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνθέτω]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σύνθεση]] («το [[σύθεμα]] του τραγουδιού», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. [[αντί]] [[σύνθεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνθέτω]])].
|mltxt=το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σύνθεση]] («το [[σύθεμα]] του τραγουδιού», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. [[αντί]] [[σύνθεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνθέτω]])].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) σύνθεση («το σύθεμα του τραγουδιού», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί σύνθεμα (< συνθέτω)].

Greek Monolingual

το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) σύνθεση («το σύθεμα του τραγουδιού», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί σύνθεμα (< συνθέτω)].