συκοφαντητός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκοφαντητός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53. | |lstext='''σῡκοφαντητός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συκοφαντῶ]]<br /><b>1.</b> (για [[πράξη]]) ο [[δεκτικός]] [[συκοφαντίας]], αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] [[συκοφαντίας]], συκοφαντημένος. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συκοφαντῶ]]<br /><b>1.</b> (για [[πράξη]]) ο [[δεκτικός]] [[συκοφαντίας]], αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] [[συκοφαντίας]], συκοφαντημένος. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συκοφαντῶ]]<br /><b>1.</b> (για [[πράξη]]) ο [[δεκτικός]] [[συκοφαντίας]], αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] [[συκοφαντίας]], συκοφαντημένος. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be quibbled about, οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα after all, such points need not be unduly pressed, Sch.Ar.Ra.53.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντητός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.