Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλεύς: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(39)
(39)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=suleu/s
|Beta Code=suleu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">privateer</b>, <span class="title">GDI</span>2516 (Delph., iii B.C.).</span>
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">privateer</b>, <span class="title">GDI</span>2516 (Delph., iii B.C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> καταδρομικό πειρατικό [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συλεύς</i><br /><b>μυθ.</b> [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, [[επειδή]] εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη [[χώρα]] του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύλη]] ή <i>συλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στροφ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> καταδρομικό πειρατικό [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συλεύς</i><br /><b>μυθ.</b> [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, [[επειδή]] εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη [[χώρα]] του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύλη]] ή <i>συλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στροφ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> καταδρομικό πειρατικό [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συλεύς</i><br /><b>μυθ.</b> [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, [[επειδή]] εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη [[χώρα]] του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύλη]] ή <i>συλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στροφ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλεύς Medium diacritics: συλεύς Low diacritics: συλεύς Capitals: ΣΥΛΕΥΣ
Transliteration A: syleús Transliteration B: syleus Transliteration C: syleys Beta Code: suleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A privateer, GDI2516 (Delph., iii B.C.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο
2. ως κύριο όν. Συλεύς
μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. -εύς (πρβλ. στροφ-εύς)].

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο
2. ως κύριο όν. Συλεύς
μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. -εύς (πρβλ. στροφ-εύς)].