συμπαράταξη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συμπαράταξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συμπαρατάσσω]]<br />η [[μαζί]] με άλλους [[παράταξη]], [[ιδίως]] σε αγώνα ή σε [[μάχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνεργασία]], άτυπη [[συμμαχία]] («η [[συμπαράταξη]] τών κομμάτων της αντιπολίτευσης [[εναντίον]] της κυβέρνησης»).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συμπαράταξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συμπαρατάσσω]]<br />η [[μαζί]] με άλλους [[παράταξη]], [[ιδίως]] σε αγώνα ή σε [[μάχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνεργασία]], άτυπη [[συμμαχία]] («η [[συμπαράταξη]] τών κομμάτων της αντιπολίτευσης [[εναντίον]] της κυβέρνησης»).
|mltxt=η / [[συμπαράταξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συμπαρατάσσω]]<br />η [[μαζί]] με άλλους [[παράταξη]], [[ιδίως]] σε αγώνα ή σε [[μάχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνεργασία]], άτυπη [[συμμαχία]] («η [[συμπαράταξη]] τών κομμάτων της αντιπολίτευσης [[εναντίον]] της κυβέρνησης»).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).

Greek Monolingual

η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).