συναπαντώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
Greek Monolingual
συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν ἀπαντῶ
νεοελλ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία
2. προϋπαντώ
3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι
συναντώμαι με κάποιον τυχαία
αρχ.
έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», Αριστοτ.).
Greek Monolingual
συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν ἀπαντῶ
νεοελλ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία
2. προϋπαντώ
3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι
συναντώμαι με κάποιον τυχαία
αρχ.
έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», Αριστοτ.).