συνεδριάζω: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεδριάζω''': [[συνεδρεύω]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε. | |lstext='''συνεδριάζω''': [[συνεδρεύω]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[συνεδρία]]<br />[[συμμετέχω]] σε [[σύσκεψη]], [[συγκροτώ]] [[συνεδρία]] (α. «η [[βουλή]] θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ [[δικαστήριον]] συνεδριάζει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδριασθέντα</i><br />οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[συνεδρία]]<br />[[συμμετέχω]] σε [[σύσκεψη]], [[συγκροτώ]] [[συνεδρία]] (α. «η [[βουλή]] θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ [[δικαστήριον]] συνεδριάζει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδριασθέντα</i><br />οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου. | |mltxt=ΝΜΑ [[συνεδρία]]<br />[[συμμετέχω]] σε [[σύσκεψη]], [[συγκροτώ]] [[συνεδρία]] (α. «η [[βουλή]] θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ [[δικαστήριον]] συνεδριάζει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδριασθέντα</i><br />οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A = συνεδρεύω, LXX Pr.3.32.
German (Pape)
[Seite 1010] = συνεδρεύω, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδριάζω: συνεδρεύω, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε.
Greek Monolingual
ΝΜΑ συνεδρία
συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.)
αρχ.
(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα
οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου.
Greek Monolingual
ΝΜΑ συνεδρία
συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.)
αρχ.
(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα
οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου.