συνεπασκώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[εξασκώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπασκῶ</i> «[[γυμνάζω]] για τον αγώνα, [[εξασκώ]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[εξασκώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπασκῶ</i> «[[γυμνάζω]] για τον αγώνα, [[εξασκώ]]»].
|mltxt=-έω, Α<br />[[εξασκώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπασκῶ</i> «[[γυμνάζω]] για τον αγώνα, [[εξασκώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, Α
εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»].

Greek Monolingual

-έω, Α
εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»].