συνεπασκώ

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»].