φοβερόμματος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(eksahir)
(45)
Line 4: Line 4:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que tiene un terrible aspecto]]
|esgtx=[[que tiene un terrible aspecto]]
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει μάτια τα οποία προξενούν φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοβερός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>όμματος</i>, <i>μελαν</i>-<i>όμματος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φοβερόμματος: -ον, ὁ ἔχων φοβερὸν ὄμμα, Βριμὼ Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Maffei Mus. Veron.· ἐν τοῖς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 17, ὡσαύτως φέρεται φοβερόφθαλμος.

Spanish

que tiene un terrible aspecto

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μάτια τα οποία προξενούν φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. γλαυκ-όμματος, μελαν-όμματος].