φοβερόμματος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
φοβερόμματος: -ον, ὁ ἔχων φοβερὸν ὄμμα, Βριμὼ Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Maffei Mus. Veron.· ἐν τοῖς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 17, ὡσαύτως φέρεται φοβερόφθαλμος.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μάτια τα οποία προξενούν φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. γλαυκόμματος, μελανόμματος].
Léxico de magia
-ον que tiene un terrible aspecto de un demon φοβερόμματε, πανεργέτ<α> tú, que tienes terrible aspecto, que todo lo has hecho SM 66 11 P V 437