τρισαΐδιος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_14)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισαΐδιος''': ὁ, ἡ, ὁ τρὶς [[αἰώνιος]], τρισαΐδιον φῶς (περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος) Τζέτζ. Ἀλληγ. σ. 16 Boiss.
|lstext='''τρισαΐδιος''': ὁ, ἡ, ὁ τρὶς [[αἰώνιος]], τρισαΐδιον φῶς (περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος) Τζέτζ. Ἀλληγ. σ. 16 Boiss.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />ο [[πράγματι]] [[αΐδιος]], ο [[μόνος]] [[αιώνιος]] («τρισαΐδιον [[φάος]]» — η Αγία Τριάδα, Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀΐδιος]] «[[αιώνιος]], [[αδιάκοπος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:42, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισαΐδιος: ὁ, ἡ, ὁ τρὶς αἰώνιος, τρισαΐδιον φῶς (περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος) Τζέτζ. Ἀλληγ. σ. 16 Boiss.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο πράγματι αΐδιος, ο μόνος αιώνιος («τρισαΐδιον φάος» — η Αγία Τριάδα, Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀΐδιος «αιώνιος, αδιάκοπος»].