τριπτός: Difference between revisions
From LSJ
(SL_2) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[τριπτός]] <br /> <b>1</b> [[well]] [[trodden]] Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11. | |sltr=[[τριπτός]] <br /> <b>1</b> [[well]] [[trodden]] Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ο / [[τριπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τριφτός]] Ν<br />αυτός που τρίβεται, που μπορεί [[κανείς]] να τον τρίψει, ή που σχηματίστηκε με [[τριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τριπτή</i><br />[[είδος]] ψωμιού από κρίθινο [[αλεύρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (τρίβω)
A rubbed or pounded, ἡ ξηρὴ τ. (sc. μᾶζα) Hp.Vict.2.40; so τριπτή, Gal.6.510, Poll.6.76.
Greek (Liddell-Scott)
τριπτός: -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. μᾶζα), ἡ, εἶδος ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, θριδακίνη, φύστη,... τριπτή, ἀνεμώνη κτλ.» Πολυδ. ϛʹ, 76.
English (Slater)
τριπτός
1 well trodden Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.
Greek Monolingual
-ή, -ο / τριπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τριφτός Ν
αυτός που τρίβεται, που μπορεί κανείς να τον τρίψει, ή που σχηματίστηκε με τριβή
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ τριπτή
είδος ψωμιού από κρίθινο αλεύρι.