ὑδραύλης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_19) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδραύλης''': -ου, ὁ, ὁ παίζων τὴν ὕδραυλιν, Ἀρχ. Μαθ. 180. | |lstext='''ὑδραύλης''': -ου, ὁ, ὁ παίζων τὴν ὕδραυλιν, Ἀρχ. Μαθ. 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτός που παίζει το όργανο ύδραυλις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδραυλις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who plays the ὕδραυλις, POxy.93.2 (iv A. D.), Cod.Just.10.48.4; also ὕδραυλος, ὁ, SIG737.4 (Delph., i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1173] ὁ, der die Wasserorgel, ὕδραυλις spielt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδραύλης: -ου, ὁ, ὁ παίζων τὴν ὕδραυλιν, Ἀρχ. Μαθ. 180.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που παίζει το όργανο ύδραυλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδραυλις, κατά τα αρσ. σε -ης].