υψιτενής: Difference between revisions
From LSJ
(44) |
(No difference)
|
(44) |
(No difference)
|
-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜ
αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός.
επίρρ...
υψιτενώς Ν
κατά τρόπο υψιτενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -τενής (< τείνω), πρβλ. πολυ-τενής].