υψιτενής: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(44)
(No difference)

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜ
αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός.
επίρρ...
υψιτενώς Ν
κατά τρόπο υψιτενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -τενής (< τείνω), πρβλ. πολυ-τενής].