ὑπουργηματικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_10) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπουργηματικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς [[ὑπούργημα]], Ἀν. Βεκ. 653. | |lstext='''ὑπουργηματικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς [[ὑπούργημα]], Ἀν. Βεκ. 653. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑπούργημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που αναφέρεται σε [[υπούργημα]], σε [[εξυπηρέτηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A making use of such service, Sch.D.T.p.111 H.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργηματικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὑπούργημα, Ἀν. Βεκ. 653.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑπούργημα, -ατος]
αυτός που αναφέρεται σε υπούργημα, σε εξυπηρέτηση.