φυλακάτορας: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(45)
(No difference)

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Greek Monolingual

και φλακάτορας, ο, Ν
ο κατ' επάγγελμα φύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. -άτορας (πρβλ. συμβουλ-άτορας)].