ὑδρόσπονδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_1)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρόσπονδα''': (ἐξυπακ. [[ἱερά]]) τά, σπονδὴ ἐξ ὕδατος, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 20. Ἡ τελετὴ αὕτη ὡς καὶ αἱ καλούμεναι [[ἐλαιόσπονδα]], [[μελίσπονδα]], ἀπετέλουν [[μέρος]] τῶν σπονδῶν αἵτινες γενικῶς ἐκαλοῦντο νηφάλια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς καλουμένας οἰνόσπονδα, Preller εἰς Πολέμωνα σελ. 74.
|lstext='''ὑδρόσπονδα''': (ἐξυπακ. [[ἱερά]]) τά, σπονδὴ ἐξ ὕδατος, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 20. Ἡ τελετὴ αὕτη ὡς καὶ αἱ καλούμεναι [[ἐλαιόσπονδα]], [[μελίσπονδα]], ἀπετέλουν [[μέρος]] τῶν σπονδῶν αἵτινες γενικῶς ἐκαλοῦντο νηφάλια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς καλουμένας οἰνόσπονδα, Preller εἰς Πολέμωνα σελ. 74.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br />(ενν. [[ἱερά]]) [[σπονδή]] με [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνό</i>-<i>σπονδος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρόσπονδα Medium diacritics: ὑδρόσπονδα Low diacritics: υδρόσπονδα Capitals: ΥΔΡΟΣΠΟΝΔΑ
Transliteration A: hydrósponda Transliteration B: hydrosponda Transliteration C: ydrosponda Beta Code: u(dro/sponda

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά,

   A drink-offering of water, Thphr. ap. Porph.Abst.2.20.

German (Pape)

[Seite 1174] τά, sc. ἱερά, ein Trankopfer, eine Libation mit Wasser, Opfer, wobei die Libation mit Wasser geschah, Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόσπονδα: (ἐξυπακ. ἱερά) τά, σπονδὴ ἐξ ὕδατος, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 20. Ἡ τελετὴ αὕτη ὡς καὶ αἱ καλούμεναι ἐλαιόσπονδα, μελίσπονδα, ἀπετέλουν μέρος τῶν σπονδῶν αἵτινες γενικῶς ἐκαλοῦντο νηφάλια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς καλουμένας οἰνόσπονδα, Preller εἰς Πολέμωνα σελ. 74.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(ενν. ἱερά) σπονδή με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. οἰνό-σπονδος].