φρυγανικός: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῡγᾰνικός''': -ή, -όν, = [[φρυγανώδης]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 1· φρυγανικώτατα τῇ προσόψει ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 11. | |lstext='''φρῡγᾰνικός''': -ή, -όν, = [[φρυγανώδης]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 1· φρυγανικώτατα τῇ προσόψει ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φρύγανον]]<br />[[φρυγανώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = φρυγανώδης, τὰ φ. Thphr.HP1.5.3, 6.6.1; φ. ἔμβλημα Sammelb.7361.13 (iii A. D.): Sup., -ώτατα τῇ προσόψει Thphr.CP3.7.11.
German (Pape)
[Seite 1310] von kurzem, dürrem Holze, Reisig, dazu gehörig, auch = φρυγανώδης, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡγᾰνικός: -ή, -όν, = φρυγανώδης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 1· φρυγανικώτατα τῇ προσόψει ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρύγανον
φρυγανώδης.