τιμοῦς: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_20) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῑμοῦς''': οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. | |lstext='''τῑμοῦς''': οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οῡσα και -οῡσσα, -οῡν και άχρ. [[ασυναίρετος]] τ. [[τιμόεις]], -εσσα, -εν, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[τιμή]], [[ακριβός]] («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦσσα, οῦν,
A high-priced, Comp. τιμούστερος IPE12.32A61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμοῦς: οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.
Greek Monolingual
-οῡσα και -οῡσσα, -οῡν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. -όεις / -οῦς (βλ. λ. -όεις)].