σύνομβρος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(6_19) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνομβρος''': -ον, συνωδευμένος [[μετὰ]] βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. [[ζάλη]]. | |lstext='''σύνομβρος''': -ον, συνωδευμένος [[μετὰ]] βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. [[ζάλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὄμορος</i> (Ι) «[[βροχή]], [[νεροποντή]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A joined or mixed with rain, EM407.31.
German (Pape)
[Seite 1030] mit Regen verbunden, E. M. 407, 31.
Greek (Liddell-Scott)
σύνομβρος: -ον, συνωδευμένος μετὰ βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. ζάλη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμορος (Ι) «βροχή, νεροποντή»].