ὑπόρθριος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6_4)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόρθριος''': -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.
|lstext='''ὑπόρθριος''': -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πρωινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρθριος]] «[[πρωινός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρθρος]])].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρθριος Medium diacritics: ὑπόρθριος Low diacritics: υπόρθριος Capitals: ΥΠΟΡΘΡΙΟΣ
Transliteration A: hypórthrios Transliteration B: hyporthrios Transliteration C: yporthrios Beta Code: u(po/rqrios

English (LSJ)

α, ον,

   A towards morning, early, φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Anacreont.9.9.

German (Pape)

[Seite 1230] gegen Morgen, morgendlich, bei Anacr. 9, 9 ὑπόρθριαι φωναί, 3 Endgn.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρθριος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρωινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρθριος «πρωινός» (< ὄρθρος)].