φλαστός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., Ἰων. ἀντὶ [[θλαστός]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 4. | |lstext='''φλαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., Ἰων. ἀντὶ [[θλαστός]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φλῶ]]<br />(<b>αιολ. τ.</b>) [[θλαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for θλαστός, v.l. Arist.HA523b7, 11.
German (Pape)
[Seite 1290] adj. verb. von φλάω, ion. statt θλαστός, gedrückt, gequetscht, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., Ἰων. ἀντὶ θλαστός, διάφορ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 4.