φαρμακεύτρια: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_10) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμᾰκεύτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[φαρμακευτής]], Κ. Μανασσ. Χρον. 3250, Εὐστάθ. 1415. 64· ἐπιγραφὴ τοῦ βϳ εἰδυλλίου τοῦ Θεοκρίτου. | |lstext='''φαρμᾰκεύτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[φαρμακευτής]], Κ. Μανασσ. Χρον. 3250, Εὐστάθ. 1415. 64· ἐπιγραφὴ τοῦ βϳ εἰδυλλίου τοῦ Θεοκρίτου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φαρμακευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of φαρμακευτής, Eust. 1415.64; pl., title of the second Idyll of Theoc.
German (Pape)
[Seite 1256] ἡ, fem. zu φαρμακευτής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ φαρμακευτής, Κ. Μανασσ. Χρον. 3250, Εὐστάθ. 1415. 64· ἐπιγραφὴ τοῦ βϳ εἰδυλλίου τοῦ Θεοκρίτου.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. φαρμακευτής.