συνυπόκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(6_20) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνυπόκειμαι''': Παθητ., [[ὑπόκειμαι]] [[ὁμοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3063. 12, Λιβάν. τ. 4, σ. 38, 3. | |lstext='''συνυπόκειμαι''': Παθητ., [[ὑπόκειμαι]] [[ὁμοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3063. 12, Λιβάν. τ. 4, σ. 38, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ύπόκειμαι]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[έγγραφο]]) προσαρτώμαι επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[επιτρέπω]] να αναληφθεί [[κάτι]] επί [[πλέον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be appended also, of a document, τὸ -κείμενον ἄκυρον εἶναι Inscr.Perg.163 D 12 (ii B.C.); συνυποκείσθω let it be assumed also, Gal.15.503; underlie at the same time, Jul. Or.4.133d:—f.l. in Lib.Decl.4.61.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπόκειμαι: Παθητ., ὑπόκειμαι ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3063. 12, Λιβάν. τ. 4, σ. 38, 3.
Greek Monolingual
Α ύπόκειμαι
1. (κυρίως για έγγραφο) προσαρτώμαι επιπροσθέτως
2. επιτρέπω να αναληφθεί κάτι επί πλέον.