φθεγματικός: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθεγματικός''': -ή, -όν, ὁ φθεγγόμενος, φθεγματικὸν [[μαντεῖον]] Μάξιμ. Τύρ. τ. 2, σ. 274. | |lstext='''φθεγματικός''': -ή, -όν, ὁ φθεγγόμενος, φθεγματικὸν [[μαντεῖον]] Μάξιμ. Τύρ. τ. 2, σ. 274. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που παράγει [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A vocal, μαντεῖον Max. Tyr.41.1.
German (Pape)
[Seite 1270] ertönend, μαντεῖον Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
φθεγματικός: -ή, -όν, ὁ φθεγγόμενος, φθεγματικὸν μαντεῖον Μάξιμ. Τύρ. τ. 2, σ. 274.