ὑπώπιος: Difference between revisions
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(6_4) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπώπιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, [[ὑπώπιος]], [[ὑποπέλιδνος]]» [[Πολυδ]]. Η΄, 79. | |lstext='''ὑπώπιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, [[ὑπώπιος]], [[ὑποπέλιδνος]]» [[Πολυδ]]. Η΄, 79. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[ὑπώπιον]]<br />αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A with a black eye, Poll.8.79.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπώπιος: -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, ὑπώπιος, ὑποπέλιδνος» Πολυδ. Η΄, 79.
Greek Monolingual
-ον, Α ὑπώπιον
αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια.