τρισάλυπος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισάλῡπος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἀβλαβής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βαρύς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2. | |lstext='''τρισάλῡπος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἀβλαβής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βαρύς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[τελείως]] [[αβλαβής]] («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλυπος]] «αυτός που δεν προξενεί [[λύπη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A quite harmless, Thphr.HP2.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάλῡπος: -ον, ὅλως ἀβλαβής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
τελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»].