φωνάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_22)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φωνή]], «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[φωνάριον]] ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.
|lstext='''φωνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φωνή]], «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[φωνάριον]] ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>υποκορ.</b> σιγανή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. –άριον (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνάριον Medium diacritics: φωνάριον Low diacritics: φωνάριον Capitals: ΦΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: phōnárion Transliteration B: phōnarion Transliteration C: fonarion Beta Code: fwna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of φωνή, Clearch.Com. 2, AP5.131 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen; Philodem. 21 (V, 132); Clearch. com. bei Ath. XIV, 623 c.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φωνάριον ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. σιγανή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].