φωνάριον: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φωνή]], «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[φωνάριον]] ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132. | |lstext='''φωνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φωνή]], «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[φωνάριον]] ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>υποκορ.</b> σιγανή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. –άριον (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of φωνή, Clearch.Com. 2, AP5.131 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen; Philodem. 21 (V, 132); Clearch. com. bei Ath. XIV, 623 c.
Greek (Liddell-Scott)
φωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φωνάριον ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. σιγανή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].